Παρασκευή 5 Ιουνίου 2009

Περί κριτικής

Ένας δημιουργός έχει μια «γονεϊκή» σχέση με το έργο του και ως εκ τούτου μια προστατευτική τάση προς αυτό, ιδίως στα πρώτα βήματα αυτού του έργου του προς το κοινό. Έτσι, σπάνια αποδέχεται ως δίκαιη μια αρνητική κριτική. Όμως το ίδιο σπάνια «διαμαρτύρεται» δημόσια γι’ αυτή. Συνήθως, αφήνει την «υπεράσπιση» του έργου του σε κάποιον άλλον, ακολουθώντας τη δικαστηριακή μέθοδο όπου την υπεράσπιση την αναλαμβάνει κάποιος δικηγόρος και όχι ο άμεσα ενδιαφερόμενος. Προσωπικά έχω στο παρελθόν αντιδράσει σε μια εντελώς αβάσιμη κριτική (?) βιβλίου μου στέλνοντας μια επιστολή στην εφημερίδα όπου δημοσιεύτηκε. Η ανταπάντηση ήταν μια δασκαλίστικη διόρθωση φραστικού λάθους της επιστολής (!) και όχι επί της ουσίας. Ο χρόνος δικαίωσε εκείνο το βιβλίο μου. Γίνεται όμως έτσι πάντα; Μήπως ο δημιουργός δεν πρέπει να ασχολείται καθόλου με την όποια κριτική -- θετική ή αρνητική; Μήπως θα πρέπει κι εγώ τώρα ν' αγνοήσω την κριτική της κας Μαρίζας Ντεκάστρο στο περιοδικό "Διαβάζω" για το βιβλίο μου "Ψίθυροι αγοριών"; Να την αγνοήσω, παρ' όλο που φοβάμαι πως, αν και εστιάζει(εσκεμμένα;) αλλού την αρνητική κριτική της, ήταν η ελευθεροστομία του βιβλίου αυτή που την ενόχλησε τόσο πολύ ώστε να μην την αφήσει να το κρίνει αντικειμενικά;

Θεωρώ ότι η κριτική ενός βιβλίου χαρακτηρίζει πρώτα απ’ όλα τον ίδιο τον κριτικό και μετά το κρινόμενο βιβλίο. Διά τούτο ο σωστός κριτικός είναι πολύ προσεκτικός στο τι θα πει και πώς θα το πει και οπωσδήποτε είναι αποστασιοποιημένος, διαφορετικά η κριτική του επηρεάζεται συναισθηματικά και μοιραία αποδυναμώνεται ή σφάλλει.
Ο σωστός κριτικός εξετάζει το έργο και παραθέτει την άποψή του τεκμηριώνοντάς τη, ώστε να πείθει και (γιατί όχι;) να βοηθάει το δημιουργό. Αφοριστικοί χαρακτηρισμοί του έργου ακυρώνουν μάλλον τον ίδιο παρά το αντικείμενο της κριτικής του.
Ο σωστός κριτικός είναι μετριοπαθής στην τοποθέτησή του κάνοντας σαφές ότι παραθέτει απλώς την προσωπική του γνώμη, αφού γνωρίζει ότι, πρώτον, ένα βιβλίο δεν είναι απαραίτητο ν’ αρέσει σε όλο τον κόσμο για να καταξιωθεί και, δεύτερον, ότι ένα βιβλίο ουσιαστικά κρίνεται μέσα στο χρόνο.